- σφαιρόλιθος
- ο, Ν(πετρογρ.) ο σφαιρουλίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σφαιρουλίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
σφαιρουλίτης — ο, Ν 1. (παλαιόντ.) απολιθωμένο γένος δίθυρων μαλακίων που ανακαλύφθηκε σε θαλάσσιες αποθέσεις τού κρητιδικού και ανήκει στην ομάδα τών ρουδιστών 2. (πετρογρ.) σφαιρικό σώμα που απαντά σε υαλώδη πετρώματα, τα συστατικά τού οποίου είναι… … Dictionary of Greek